επανορθώσιμος
Смотреть что такое "επανορθώσιμος" в других словарях:
επανορθώσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται επανόρθωση, που μπορεί ή αξίζει να επανορθωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επανόρθωση + κατάλ. ιμος που δηλώνει δυνατότητα] … Dictionary of Greek
επανορθώσιμος — η, ο που μπορεί να επανορθωθεί, ο άξιος για επανόρθωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επανορθωτός — ή, ό [επανορθώνω] επανορθώσιμος … Dictionary of Greek