επανορθώσιμος

επανορθώσιμος
ος, ο[ν] см. επανορθωτός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επανορθώσιμος" в других словарях:

  • επανορθώσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται επανόρθωση, που μπορεί ή αξίζει να επανορθωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επανόρθωση + κατάλ. ιμος που δηλώνει δυνατότητα] …   Dictionary of Greek

  • επανορθώσιμος — η, ο που μπορεί να επανορθωθεί, ο άξιος για επανόρθωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επανορθωτός — ή, ό [επανορθώνω] επανορθώσιμος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»